- ἁρμόζοντος
- ἁρμόζωfit togetherpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χρύσιππος — (Σόλοι ή Ταρσός της Κιλικίας μεταξύ 281 και 277 – Αθήνα μεταξύ 208 και 204 π.Χ.). Έλληνας φιλόσοφος. Ανήκε στην παλιά φάση του στωικισμού, του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ο πραγματικός θεωρητικός. Οι αρχαίοι του απέδιδαν έως 705 συγγράμματα και… … Dictionary of Greek